πρόκριμα

πρόκριμα
πρόκριμα, ατος, τό (προκρίνω; as a legal term t.t. IG V/1, 21 II, 7 [II B.C.]; Mitt-Wilck. II/2, 88 II, 30) a judgment that involves taking a side beforehand, prejudgment, discrimination χωρὶς πρ. (PFlor 68, 13; 16f three times) 1 Ti 5:21.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόκριμα — prejudgement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκριμα — το, ΝΑ [προκρίνω] νεοελλ. καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα τής δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές») αρχ. 1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ …   Dictionary of Greek

  • προκριμάτων — πρόκριμα prejudgement neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκρίματι — πρόκριμα prejudgement neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκρίματος — πρόκριμα prejudgement neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκριματίζω — Μ 1. ανακρίνω 2. παθ. προκριματίζομαι τιμωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. τ. προκριματίζω < πρόκριμα, ατος, ενώ ο παθ. τ. προκριματίζομαι < προ * + κριματίζομαι (< κρίμα «σφάλμα, αμαρτία»)] …   Dictionary of Greek

  • προκριματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή συντελεί ή αποβλέπει στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης 2. φρ. α) «προκριματικοί αγώνες» (αθλ.) αγώνες που γίνονται προκαταρκτικά για την ανάδειξη εκείνων που πρόκειται να συμμετάσχουν στους τελικούς… …   Dictionary of Greek

  • προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… …   Dictionary of Greek

  • ՄՏԱՀԱՃՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0305 Chronological Sequence: Early classical, 7c գ. Որպէս Ինքնահաճութիւն. հաւանութիւն ընդ կարծիս մտաց իւրոց՝ իւիք պաշարմամբ. յն. նախադատութիւն. πρόκριμα praejudicium. *Զայդ պահեսցես առանց մտահաճութեան, մի՛ ինչ առնել աչառանօք. ՟Ա. Տիմ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”